μπας

μπας
см. μήπως;

μπας καί...; — случайно не...?;

μπας καί πηγαίνετε σπίτι; — вы, случайно, не домой?


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μπας" в других словарях:

  • μπας — (και), σύνδ. διστ., μήπως: Μπας και θέλεις να φύγω; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπας και — (Μ μπάς και πάς) επίρρ. μήπως («και το γιουρούσι ας κάμωμε, μπας και διαβούμε πέρα», Ζαμπ. Σπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη από τη φρ. μην πας και... Κατ άλλους, < αλβ. mbase «ίσως»] …   Dictionary of Greek

  • Μπας, Τζορτζ — (George Bass, 1760 – 1817). Άγγλος εξερευνητής. Στο πολεμικό πλοίο όπου εργαζόταν ως χειρούργος, γνωρίστηκε με τον θαλασσοπόρο Φλίντερς που πήγαινε στην Αυστραλία, και επηρεάστηκε από τις αφηγήσεις του. Η γοητεία του άγνωστου τον κυρίευσε και… …   Dictionary of Greek

  • Γουαδελούπη — Έκταση: 1.780 τ. χλμ. Πληθυσμός 435.739 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπας Τερ.Αρχιπέλαγος εννέα νησιών στην ανατολική Καραϊβική θάλασσα, που αποτελεί γαλλικό υπερπόντιο έδαφος. Η συνολική έκταση των νησιών είναι 1.780 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 435.739… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Τασμανία — (Tasmania). Ομόσπονδη Πολιτεία της Αυστραλίας, η μικρότερη σε έκταση (67.800 τ. χλμ.) και σε πληθυσμό (451.000 κάτ.), που αποτελείται από το ομώνυμο νησί το οποίο βρίσκεται λίγο προς τα ΝΑ της Αυστραλίας, από την οποία χωρίζεται μέσω του Πορθμού… …   Dictionary of Greek

  • Thasos — Gemeinde Thasos Δήμος Θάσου …   Deutsch Wikipedia

  • αγάς — (από το τούρκ. Agmak = αvυψώvoμαι, ανέρχομαι).Τίτλος στρατιωτικού ή πολιτικού άρχοντα στην Τουρκία. Αρχικά σήμαινε μεγάλος κύριος, αρχηγός. Από τους ανακτορικούς βαθμούχους διακρίνονταν ο χαζνεντάρ α. (θησαυροφύλακας), ο κιζλάρ α.(φύλακας του… …   Dictionary of Greek

  • βασιβουζούκος — Άτακτος Τούρκος στρατιώτης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε τον 19o αι. και προέρχεται από τη σύνθεση δύο τούρκικων λέξεων: μπας (κεφάλι) και μποζούκ (χαλασμένος). Το 1877 οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν σώματα β. για να καταστείλουν τη βουλγαρική εξέγερση και… …   Dictionary of Greek

  • μήγαρις — και μήγαρι και μηγάρις και μηγάρι και μήγαρ (Μ μήγαρι και μήγαρις και μηγάρις) (διστακτικό μόριο) μήπως, μήπως τυχόν, μπας και, σάμπως («μήγαρις έχω τίποτε άλλο στον νου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μὴ γὰρ ή, κατ άλλη …   Dictionary of Greek

  • μήπως — (ΑΜ μήπως, Α και μή πως) επίρρ. 1. (ιδίως μετά από ρήματα που φανερώνουν φόβο για να δηλώσει ενδοιασμό, απορία ή για να δηλωθεί κάτι το ενδεχόμενο, επιδιωκόμενο ή επιθυμητό) μη τυχόν, μπας και... (α. «φοβάμαι μήπως τού έτυχε κανένα κακό» β.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»